εκνικώ

εκνικώ
(-άω) (AM ἐκνικῶ)
υπερισχύω, επικρατώ
μσν.
διεκδικώ
αρχ.
1. κατορθώνω με τη βία
2. (με αιτ. προσ.) παίρνω με το μέρος μου («ἐξενίκησε τὸν δῆμον»)
3. καταντώ, μεταπίπτω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • υπερεκνικώ — άω, Μ κατανικώ, υπερισχύω πλήρως. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἐκνικῶ «υπερισχύω, επικρατώ»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”